17/3/18

Διδάγματα για το μέλλον: Οι ελληνοτουρκικές κρίσεις στην ιστορική διαχρονία

Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης*
Η εντατικοποίηση της τουρκικής προκλητικότητας/επιθετικότητας τις τελευταίες εβδομάδες στο Αιγαίο και στην Κύπρο, με αποκορύφωμα τον διπλωματικό εξαναγκασμό της Άγκυρας στην Κυπριακή ΑΟΖ, ακυρώνοντας την έναρξη των ερευνών του γεωτρύπανου της ιταλικής ΕΝΙ, «Saipem 12000″ (22.2.2018), υποδηλώνει το μέτρο της τουρκικής απειλής για τα εθνικά (ζωτικά) συμφέροντα Αθήνας-Λευκωσίας. Η έννοια της διακρατικής απειλής αξιολογείται πραγματολογικά, συνεκτιμώντας τις προθέσεις-κίνητρα των ληπτών αποφάσεων του εκάστοτε κράτους, το μέτρο της στρατιωτικής του ικανότητας και την γεωγραφική του εγγύτητα. Υπό αυτό το πρίσμα και ανατρέχοντας στην ιστορική εμπειρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά την μεταπολιτευτική περίοδο, δύναται να καταγραφεί η εναργής Τουρκική απειλή στη συντεταγμένη και μεθοδικά σχεδιασμένη στρατηγική της Άγκυρας για επαναοριοθέτηση-επαναδιαπραγμάτευση του εδαφικού καθεστώτος στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Είναι λίγο πριν την εισβολή και κατοχή της βορείου Κύπρου (Ιούλιος 1974) όταν η Άγκυρα εγείρει μονομερείς αξιώσεις έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο θαλάσσιο, εναέριο και εδαφικό καθεστώς του Αιγαίου – ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη, εθνικός εναέριος χώρος, περιοχής πληροφόρησης πτήσεων (Flight Information Region- FIR), αποστρατικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου, επιχειρησιακός έλεγχος στο Αιγαίο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Θα ακολουθήσει η εφαρμογή μιας πολιτικής εξαναγκασμού, μέσω ρηματικών απειλών και έμπρακτων δράσεων – σεισμογραφικές έρευνες στην ελληνική ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (1974 & 1976) παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου – με αντικειμενικό στόχο την παρεμπόδιση άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Στην πολιτική εξαναγκασμού της Άγκυρας, η Αθήνα απαντά σπασμωδικά και κατά περίπτωση, προσφεύγοντας στον εξωτερικό εξισορροπητή «ύστατης προσφυγής», τις ΗΠΑ, και ακολουθώντας τη διπλωματική οδό για την ειρηνική επίλυση της διμερούς νομικής διαφοράς –οριοθέτηση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
Αναλυτικότερα, η μελέτη της ιστορικής, ελληνικής μεταπολιτευτικής εμπειρίας, καταδεικνύει την απουσία μιας στρατηγικής κουλτούρας αποτροπής. Ενός τρόπου ενεργητικής πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς του κράτους, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του πορείας, που μετουσιώνεται στην στρατιωτική του ικανότητα, στην πολιτική αξιοπιστία-πολιτική δέσμευση της ηγεσίας του, για την παραγωγή ασφάλειας και την προάσπιση των εθνικών του συμφερόντων ανεξαρτήτου κόστους.
Αντ’ αυτού, διαφαίνεται η ανάπτυξη μιας «κουλτούρας διεθνούς δικαίου» από την Ελλάδα, για την προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Προς επίρρωση, αρκεί η καταγραφή της πολιτικής στάσης της Αθήνας στην έμπρακτη διαμφισβήτηση και παραβίαση της εδαφικής της κυριαρχίας από την Άγκυρα, (Μάιος 1974, Αύγουστος 1976) με τη διεξαγωγή σεισμογραφικών ερευνών στην ελληνική ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα δημιουργώντας εδαφικά τετελεσμένα. Η απουσία αποτρεπτικής στρατηγικής προδηλώνεται, αφενός στην μετουσίωση της τουρκικής αναθεωρητικής ρητορείας σε πολιτική πράξη και αφετέρου στη δεδηλωμένη πολιτική απόφαση της Αθήνας για ειρηνική διευθέτηση της διμερούς νομικής διαφοράς, έχοντας προηγηθεί ο «κλάδος ελαίας» του Έλληνα πρωθυπουργού, Κ. Καραμανλή, στον Τούρκο ομόλογό του, Σ. Ντεμιρέλ, (Μάιος 1975), για τη σύναψη συμφώνου μη επιθέσεως.
Αντίστροφα, μια πρώτη μεθοδική προσπάθεια για τη διαμόρφωση-εφαρμογή μιας εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής, εγγράφεται κατά την κρίση του Μαρτίου του 1987. Η πολιτική πράξη του Έλληνα πρωθυπουργού, Α. Παπανδρέου, ικανοποιεί τις αναγκαίες συνθήκες διαμόρφωσης-εφαρμογής μιας στρατηγικής αποτροπής. Εκκινώντας από τη δημόσια, πολιτική του δέσμευση για την προάσπιση της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας με τη χρήση ένοπλης βίας, καθιστούσε απαγορευτική, για τη διαπραγματευτική/αποτρεπτική φήμη της Αθήνας, οποιαδήποτε υπαναχώρηση. Η ελληνική κυβέρνηση με την υιοθέτηση σθεναρής πολιτικής στάσης, ως προς το μέτρο αποφασιστικότητάς της, να προασπίσει τα εγγενή της συμφέροντα με τη χρήση ένοπλής βίας, μετέθετε το δίλημμα της επιλογής μεταξύ πολέμου ή υπαναχώρησης στην Τουρκία. Ομοίως, το μέτρο αξιοπιστίας της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής ήταν εξαιρετικά υψηλό, δεδομένης της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων και του διακυβευόμενου συμφέροντος επιβίωσης για την Αθήνα. Η εφαρμογή μιας εθνικής, άμεσης αποτροπής, ή οποία μετασχηματίζεται σε ενεργητική/ενδοπολεμική αποτροπή, κατά την έναρξη της Τουρκικής ενέργειας –έξοδος του Σισμίκ Ι στο Αιγαίο– σε συνδυασμό με την χρήση της διεθνούς αποτροπής (διπλωματική δραστηριοποίηση ΗΠΑ & του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ) ανέστειλε, κατά την έναρξή της, την σχεδιαζόμενη πολιτική πράξη της Άγκυρας. Ωστόσο, η φαινομενική επιτυχία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής, μετριάζεται από τον αμοιβαίο διπλωματικό συμβιβασμό στο Νταβός (1988). Ο Έλληνας πρωθυπουργός, δεσμεύτηκε για τη μη άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος της διεξαγωγής ερευνών στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων, συναινώντας στη διεξαγωγή διμερών συνομιλιών για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, υπό τον όρο της υποχρεωτικής παραπομπής της διαφοράς σε δικαστική διευθέτηση.
Η αναβάθμιση, σ’ ένταση-έκταση, της τουρκικής επιθετικότητας προσλαμβάνει απτές εκφάνσεις στην πρώτη, μεταψυχροπολεμική δεκαετία, με την κρίση των Ιμίων, (1996), επιβεβαιώνοντας την ανισορροπία στο ισοζύγιο ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Για πρώτη φορά αμφισβητείται έμπρακτα το εδαφικό καθεστώτος ελληνικών νησιών, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου, μετά την κατάληψη ελληνικού εδάφους (δυτική Ίμια) από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η επίτευξη ενός εδαφικού τετελεσμένου και η δημιουργία «γκρίζων ζωνών» εντός της ελληνικής εδαφικής επικράτειας ήταν απότοκα της αβελτηρίας της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικά σ’ απειλές χαμηλής έντασης.
Εν κατακλείδι, στο βαθμό που το διατακτικό της τουρκικής πολιτικής, συνίσταται στην εγκαθίδρυση ασύμμετρων ανταγωνισμών και ελεγχόμενων εντάσεων με την Ελλάδα-Κύπρο, με απότοκο την επίτευξη της μέγιστης δυνατής πολιτικοστρατηγικής επιρροής με το ελάχιστο δυνατό κόστος, η Αθήνα-Λευκωσία καλούνται να συνδιαμορφώσουν-εφαρμόσουν μια αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική. Εδραζόμενη στην ορθή αξιολόγηση της φύσης των κινήτρων-προθέσεων των περιφερειακών τους συνδαιτυμόνων, στην ανάπτυξη επαρκών-ικανών συντελεστών οικονομικής-στρατιωτικής ισχύος και στην επίδειξη αποφασιστικότητας για την προάσπιση των εθνικών τους συμφερόντων, ακόμη και μέσω του «μοιραίου» (πολέμου).
*Ο Διονύσης Τσιριγώτης, είναι Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.